δυσδιάφθαρτος, -ον
medic. difícil de digerir
ἡ σὰρξ ... τῶν ὀστρακοδέρμων ζῴωνGal.6.734,
βραδυπεψίας δὲ ἐργάζεται τὰ δυσδιάφθαρταGal.7.209, cf. 8.339.
ἡ σὰρξ ... τῶν ὀστρακοδέρμων ζῴωνGal.6.734,
βραδυπεψίας δὲ ἐργάζεται τὰ δυσδιάφθαρταGal.7.209, cf. 8.339.