< δυσδιάτηκτος
δυσδιατύπωτος >
δυσδιάτμητος
,
-ον
difícil de partir
o
cortar
metáf.
τὸν σίελον ... παχὺν ὄντα καὶ δυσδιάτμητον
Chrys.M.60.481.