< δυσδιαπόρευτος
δυσδιαστατέω >
δυσδιάσπαστος
,
-ον
1
difícil de romper
ἡ Ῥωμαίων τάξις καὶ δύναμις
Plb.15.15.7.
2
difícil de arrancar
ὁ χάραξ
Ph.
Mech
.82.35.