δυσδιάπνευστος, -ον
medic.
1 difícil de evaporarse
γλυκὺς οἶνοςDsc.5.6.2, 5
•difícil de ser transpirado, de exudación lenta
ἡ τροφήGal.7.701.
2 que transpira con dificultad de pers.
ἀνεπιτήδειοι δὲ καθόλου οἱ ... δυσδιάπνευστοι τυγχάνοντεςHerod.Med. en Orib.5.27.3, de cosas y abstr.
τὰ σηπόμεναGal.10.607,
(τὸ δέρμα)Aët.5.58.