δυσδιερεύνητος, -ον
difícil de explorar
τόποςPl.R.432c,
τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου)D.C.51.26.4
•fig., ref. a la búsqueda de la verdad
πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνηταThem.Or.21.254d.
τόποςPl.R.432c,
τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου)D.C.51.26.4
πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνηταThem.Or.21.254d.