< δυσδιεξίτηλος
δυσδιεξόδευτος >
δυσδιεξίτητος
,
-ον
I
1
difícil de atravesar
ὄρος
Synes.
Ep
.104.
2
irrefutable
λόγος
Cyr.Al.
Dial.Trin
.449c.
II
adv. -ως
de manera difícil de soltarse
ἀπαλλάσσεσθαι
Sch.Theoc.14.51.