< δυσδιαίρετος
δυσδιακόμιστος >
δυσδιαίτητος
,
-ον
difícil de decidir
,
de resolver
τοῦτο
Gal.4.485,
ἡ κρίσις
Plu.
Comp.Cim.Luc
.3,
σκέψις
Plu.
Cor
.35,
λόγος
Porph.
Abst
.2.1.