δυσδερκής, -ές
1 difícil de ver, poco visible
ἴχνηOpp.C.1.102,
στιβίηOpp.C.1.451.
2 que ve con dificultad
ὕαιναOpp.C.3.263, cf. 3.290.
3 de aspecto terrible
νεκρόςOpp.H.5.320,
θήρOpp.H.5.667,
κήτεαOpp.H.1.47.
ἴχνηOpp.C.1.102,
στιβίηOpp.C.1.451.
ὕαιναOpp.C.3.263, cf. 3.290.
νεκρόςOpp.H.5.320,
θήρOpp.H.5.667,
κήτεαOpp.H.1.47.