< δύσγνοια
δυσγνώριστος >
δυσγνώμων
,
-ον
de pers.
de mala intención
Heph.Astr.
Epit
.2.2.25.58,
Physiog
.2.226.3,
εἰς δόξαν Ἰσραὴλ τοῦ δυσγνώμονος
Chrys.
Hom.Ps
.36.60, Sud.s.u.
δυσέκτων
.