< 2 δύσαυλος
δυσαύξητος >
δυσαυξής
,
-ές
que crece poco
o
lentamente
κέρατα
Arist.
Aud
.802
a
25,
de plantas
, Thphr.
CP
1.8.4, 4.12.10,
HP
3.6.1, I.
AI
3.9.