δυσαρίθμητος, -ον
difícil de enumerar, innumerable
νῖκαιApp.BC 2.73, cf. Gal.7.507,
τὸ τὴν ἐσθῆτα δυσαρίθμητον ἔχεινAst.Am.Hom.3.12.3,
δαιμόνων πληθύςCyr.Al.Mt.214.1.
νῖκαιApp.BC 2.73, cf. Gal.7.507,
τὸ τὴν ἐσθῆτα δυσαρίθμητον ἔχεινAst.Am.Hom.3.12.3,
δαιμόνων πληθύςCyr.Al.Mt.214.1.