< δυσαρεστέω
δυσαρεστησία >
δυσαρέστημα
,
-ματος, τό
medic.
malestar
,
indisposición
estomacal, Archig. en Gal.13.172, Gal.14.703, cf. Antyll. en Stob.4.37.15, Sor.1.7.31.