δυσαπολόγητος, -ον
I
δυσαπολόγητον ἠρώτηκας πρᾶγμαAristeas 213,
τὸ ἄπορονPh.1.562, cf. Str.4.1.7.
2 difícil de defender o excusar
ἁμαρτίαPlb.1.10.4, cf. I.AI 16.101.
II adv. -ως difícilmente explicable
αἰτίας ἔχουσιEust.147.23.
δυσαπολόγητον ἠρώτηκας πρᾶγμαAristeas 213,
τὸ ἄπορονPh.1.562, cf. Str.4.1.7.
ἁμαρτίαPlb.1.10.4, cf. I.AI 16.101.
αἰτίας ἔχουσιEust.147.23.