< δυσανάτρεπτος
δυσαναφορικός >
δυσανάτροφος
,
-ον
que se cría mal
ὁ γεννηθεὶς ἔσται κακοπάθητος καὶ δ.
Cat.Cod.Astr
.10.123.5, cf. 11(2).158.4, 159.17.