< δυσανάπλωτος
δυσαναπόρευτος >
δυσανάπνευστος
,
-ον
1
de mal olor
τὰ σαπρά
Arist.
Sens
.443
b
12.
2
que transpira con dificultad
τὸ σῶμα
Gal.7.287.