< δυσαντίλεκτος
δυσαντοφθάλμητος >
δυσαντίρρητος
,
-ον
1
irrefutable
,
firme
glos. a ἐχυρός
Hsch.,
EM
406.7G.
2
adv. -ως
de manera irrefutable
εἰρηκέναι
Plb.9.31.7.