< δυσανάφορος
δυσάνεκτος >
δυσανδρία
,
-ας, ἡ
escasez de varones
τοὺς Ἰταλιώτας ... δ. κατελάμβανε, τρυχομένους ... στρατείαις
App.
BC
1.7.