< δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος >
δυσαναμάχητος
,
-ον
del que es difícil recuperarse
,
resarcirse
πτῶμα δυσαναμάχητον καὶ πρὸς διόρθωσιν ἀμήχανον
Nil.
Narr
.3.14.