< δυσανάβᾰτος
δυσαναβλαστέω >
δυσαναβίβαστος
,
-ον
difícil de reconducir
fig., c. giro prep.
δ. ἡ ψυχὴ ἐπὶ ταῦτα ἀφ' ὧν ὠλίσθησε καλῶν
Iust.Phil.
Fr
.112.