< δυσάλειπτος
δυσαλθής >
δυσαληθής
,
-ές
que difícilmente puede alcanzar la verdad
οὔτε ἰδεῖν δύναται (τὰ κατ' οὐρανόν) διὰ τὸ δυσαληθέστατον σῶμα
Chrys.
Hom.Ps
.25.18.