δυσαγής, -ές
impío de pers.,
op. εὐαγήςPoll.1.33,
ἔθνη τὰ δυσαγέσταταCels.Phil.7.62,
δυσαγῆ ... ἔνθεον ἌττινMan.5.180
•subst.
τὰ φίλα πράττειν τῷ δυσαγεῖ (τῷ Λικιννίῳ) πεπεισμένοι (οἱ κόλακες)convencidos (los aduladores) de estar haciendo lo que agradaba al impío (Licinio) Eus.HE 10.8.17
•no de pers.
πόλεμοςEus.HE 10.8.3,
πορνείαAnon.V.Thecl.18.37,
μιαρὰ καὶ δυσαγῆ ἀποτελέσματαAnon.V.Thecl.22.19.