δρᾱσείω
• Morfología: [sólo pres. act.]
tener la intención de hacer, querer hacer
δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόνS.Ai.326,
τί ποτε δρασείεις φρενί;S.Ai.585, cf. Ph.1245,
τί τἀπὶ τούτοις παῖδ' ἐμὼ δρασείετονE.Ph.1208, cf. Med.93,
τὸν λέοντα ... τίκτεσθαι ... δρασείοντά τι γεννικόνAel.NA 5.39, cf. 11.14
•c. dos ac.
τί δρασείεις ποθ' ἡμῶν τὸν λεών;Ar.Pax 62.
• Etimología: Desiderativo sobre δράω q.u.