< δρύοχοι
δρύοψ >
δρύοχον
,
-ου, τό
1
espesura
,
bosque
λέαιν' ... δρύοχα νεμομένα
E.
El
.1164, cf.
AP
6.16 (Arch.).
2
parte de una nave
Poll.1.85, cf. δρύοχοι.