δρόμημα, -ματος, τό


carrera στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δρομήμασιν E.Med.1180, cf. Lyr.Adesp.13.7, τὸ δὲ δ. συνεχῶς ὥσπερ κυνός ἐστι Arist.HA 629b19, cf. Ar.Byz.Epit.2.144, ποδῶν ... συντόνοις δρομήμασιν Chr.Pat.2015
ref. al correo de posta persa, A.Pers.247 (var.)
carrera de competición ἁμίλλη ἱππικῶν δρομημάτων AP 16.385
de los astros carrera, curso Πελειάδος E.Or.1005 (var.), cf. Phlp.in Mete.102.3, κύκλιον δ. Corp.Herm.3.3, esp. del curso de la Luna τὸ τῆς Σελήνης δ. Vett.Val.19.12, cf. 348.9, Gal.19.531, Orac.Chald.64, Cat.Cod.Astr.8(1).143.34, 144.2. Frec. confundido c. δράμημα q.u.