< δριμύμωρος
δριμυποιέω >
δρίμυξις
,
-εως, ἡ
picazón
,
escozor
δ. ἐξ ἑλκώσεως
Orib.
Ec
.63.7,
δ. καὶ δῆξις
Aët.11.29, 16.77.