δράσσομαι
• Alolema(s): át. -ττομαι Ar.Ra.545
1 coger con la mano, agarrar c. gen.
κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσηςIl.13.393,
δραξάμενοι τῶν ἁλῶνcogiendo puñados de sal Pl.Ly.209e,
τί μου δέδραξαι χερσί;E.Tr.750, cf. AP 10.20 (Adaeus), 16.96 (Damag.), PGrenf.1.11.2.14 (II a.C.) en BL 8.140, Aberc.Epitaph.14
•c. especificación de la parte tb. en gen.
τέττιγος ἐδράξω πτέρουArchil.24,
ἐρεβίνθουAr.l.c.,
τοῦ μὲν ... ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ σκαιοῦ ἄφαρ κέραοςTheoc.25.145,
δράττεταί <τε> τῶν τριχῶνMen.Mis.322,
χαίτηςCall.Dian.76, cf. Posidipp.Epigr.19.10,
πλοκάμωνAP 9.554 (Marc.Arg.), cf. Nonn.D.14.378, fig.
ἔμεθεν δὲ πλέον τᾶς κραδίας ὦρος ἐδράξατοel amor me oprimió aún más el corazón Theoc.30.9
•c. ac.
ταύτας (μνέας ἀργυρίου) ... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇHdt.3.13,
δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκαLXX Le.2.2,
ξίφηD.H.9.21, cf. LXX Nu.5.26.
2 atrapar, hacerse con c. gen.
τοῦ χρυσοῦS.E.M.7.52, c. intención violenta
μουBGU 1816.17 (I a.C.), tb. c. ac.
ὁ Σατανᾶς τὸν ἄνθρωπονEus.Alex.Serm.M.86.348B, c. intención libidinosa
εἴ τις ἐπίσκοπος ... δράξεται γυναῖκα ἐν σκοτείᾳPoen.App.2.2
•c. suj. de anim. hacer presa c. gen.
ὅτε δράξαιντο δεράωνunos perros, Call.Dian.92, de la cobra
ἐδράξατο λαιμῶνOpp.C.3.445, de peces
κεφαλῆς δεδραγμέναιOpp.H.2.576, tb. c. dat.
ᾗ δραξάμενος ... ὅθεν ἐπιλάβοιτο τῆς πρώρραςcon ella (una especie de grúa) habiendo hecho presa de manera que se agarrara de la proa Plb.8.6.2,
ἐπουραίῳ δήγματι δραξάμενοςagarrándose de la cola con un mordisco un lobo a otro AP 9.252, fig.
γλυκερῆς δεδραγμένος ὀδμῆςprendido de su dulce olor un perro, Opp.C.1.512, c. ac.
ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν1Ep.Cor.3.19.
3 alcanzar c. gen. abstr.
τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένοςS.Ant.235,
βραχείας ἐλπίδοςPlb.36.15.7,
ἐδράξαο νίκηςAP 15.50
•c. gen. de cosa obtener
ἐφείσατο μείζονος οἴκου δράξασθαιrenunció a obtener (una novia de) superior hacienda Call.Epigr.1.14,
μεγάλης δράξονται ἀπήνηςobtendrán (el honor de) un gran carro, AP 11.238 (Demod.?)
•c. gen. de pers. alcanzar, llegar junto a
εἰ τῶν οἴκοι ἐδράξατοLuc.Asin.25
•fig. c. gen. abstr. aprehender, comprender
τινὸς ἀγαθοῦ νοήματοςGr.Nyss.Ps.6 187.6,
τῆς ἀληθείαςChrys.M.61.649, cf. Gr.Naz.M.36.416A
•raro en v. act.
δράξαι· κρατῆσαιHsch.
4 aprovechar
καιροῦD.S.12.67,
τῆς εὐκαιρίαςPFouad 88.1 (VI d.C.)
•en mal sent. aprovecharse de
μουPOxy.1298.10 (IV d.C.),
ἀπειρίας δραξάμενοι τοῦ ΤαχοσδρώMen.Prot.23.9.94,
τῆς ἀπουσίας ... τοῦ πατρόςPMasp.24.9 (VI d.C.),
τῆς προαιρέσεως τῶν ΓαζαίωνMarc.Diac.V.Porph.64.
• Etimología: Pres. c. -i̯- de una r. *dr̥k- o *dr̥gh-, que da lugar a δράγμα, δράξ, δράγδην, etc., aunque su parentesco ide. es oscuro (¿cf. arm. trc̣-ak- ‘haz’, ‘gavilla’? ¿o ir.med. dremm ‘grupo’?