δράσμα, -ματος, τό


1 hecho portentoso περὶ θείων φασμάτων καὶ δρασμάτων ἀκούοντας Ps.Caes.218.425.

2 crimen glosa a facinus, PRainer Cent.163.1B.33 (IV/V d.C.)
villanía, vileza Hsch.δ 2334.