δράμημα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gener. carrera
παλίσσυτον δ.S.OT 193,
δ. κυνῶνE.Ba.872, cf. Ph.1379
•modo de correr
δ. ΠερσικόνA.Pers.247
2 esp. correo de posta persa
δ. τῶν ἵππωνHdt.8.98
•carrera como competición de velocidad
δῶρον ἄξιον δραμήματοςIo Trag.1
•de los astros carrera, curso
δραμήματα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλειE.Or.1005
•en el mar corriente
κυμάτων δραμήματαE.Tr.693. Frec. confundido c. δρόμημα q.u.