δράγμα, -ματος, τό
• Alolema(s): δράχμα Hes.Fr.359, Nic.Th.667
I
δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἄλλα δ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντοunos haces caían en tierra (al ser segados) a lo largo del surco en hilera, otros, los gavilladores los ataban con vencejos, Il.18.552, cf. 11.69
•gener. haz, gavilla
προσφοροῦντες τῶν δραγμάτων ἃ ἔτυχεν ... τεθερισμέναX.HG 7.2.8,
δεῖ σπείρειν ἕως ἂν ἴδῃ τις δ.Thphr.HP 8.2.8,
τὸν ξένον δὲ δράγματι αὐτῷ κολούσας κρατὸς ὀρφανὸν φέρει (ὁ Λιτυέρσης)Sosith.2.19,
ἱερὰ δράγματαCall.Del.283, Cer.19,
δράγματα καὶ μάκωνας ἐν ἀμφοτέραισιν ἔχοισαde una estatua de Deméter llevando en sus manos gavillas y amapolas Theoc.7.157,
σφίγγετ' ... τὰ δράγματαTheoc.10.44,
τὸν ἐν τοῖς δράγμασι πυρόνPh.Mech.86.23, como signo de riqueza
ἐποίησεν ἡ γῆ τῆς εὐθενίας δράγματαla tierra produjo gavillas de la abundancia LXX Ge.41.47,
ἐπὶ τοὺς δεσμεύοντας τὰ δράγματαLXX Iu.8.3, cf. SB 14197re.62 (III d.C.),
πύρινα δράγματαBGU 757.16 (I d.C.), cf. PMich.581.7 (II d.C.),
ἐφ' ᾧ ἀναλέξῃς σὺ ... [τὰ] δράγματαPFlor.101.7, cf. PRyl.132.15 (ambos I d.C.),
κειμένων ἔτι τῶν δραγμάτωνestando todavía las gavillas en el suelo Plu.Publ.8,
δράγματα σταχύωνI.AI 5.213,
κατ' αὐτόθι δράγματα κεῖταιQ.S.3.376, c. gen.
τὸ ... δ. τῶν πυρῶνI.AI 2.11,
τῶν ἀσταχύων τό δ.I.AI 3.251
•fig., de los muertos en combate
δράγματα δηιοτῆτοςNonn.D.17.155.
2 sg. colect. fruto producido, cosecha
χαλεπὸν γενέσθαι τὸν λιμὸν ἐπὶ τῷ †δράχματιHes.l.c.,
θέντας τοὺς ἀνθρώπους ... πλησίον τοῦ δράγματοςD.S.1.14,
πλῆσον ἀρούρας δράγματοςllena mis campos de fruto, AP 6.40 (Macedon.),
ἄκρον ... δράγματος ὀρνυμένουpunta del fruto naciente, e.e., de la espiga, AP 11.365 (Agath.), tb. plu.
εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματαLuc.Hes.7,
πρώτης δράγματα φυταλιῆςprimeros frutos, AP 6.44 (Leon.?)
•contextualmente fiesta de la cosecha Ph.2.294.
II ref. gener. a lo que cabe en una mano
1 puñado
δ. χερὸς πλήσαςNic.l.c.,
ψαιστῶν ὀλίγων δ. πενιχραλέωνAP 6.190.6 (Gaet.).
2 racimo Hsch.δ 2348.
3 dud. contraseña Hsch. (prob. error por δραματούργημα).
• Etimología: Cf. δράσσομαι.