δράβη, -ης, ἡ
bot. draba, Cardaria draba (L.) Desv.
δ. πόα <ἐστὶ> πήχεως τὸ ὕψος, ῥάβδους ἔχουσα λεπτάςDsc.2.157,
drabe phono similis herba estPlin.HN 27.73.
• DMic.: da-ra-[-]-mi-ta-qe (?).
δ. πόα <ἐστὶ> πήχεως τὸ ὕψος, ῥάβδους ἔχουσα λεπτάςDsc.2.157,
drabe phono similis herba estPlin.HN 27.73.