< Δρυώ
Δρύων >
δρυώδης
,
-ες
semejante al roble
ὁ πρῖνος φύλλον ἔχει δρυῶδες
Thphr.
HP
3.16.1, cf. Hsch.s.uu.
δρυόεντα
,
δρύψελα
.