< Δρυαντιάδης
δρύας >
δρυάριον
,
-ου, τό
bot.
encina pequeña
, de la llamada
encina de mar
βαλανηφαγεῖν ἀπὸ δρυαρίων φυομένων κατὰ θάλασσαν
Eust.1715.52.