< δρυφάς
δρυφέω >
δρυφάσσω
desgarrar
,
lacerar
en v. pas. c. ac. rel.
στέρνα δεδρυφαγμένον
Lyc.758, cf.
δρυφάξαι· †δακεῖν
Hsch.
δ
2425.