δρυπετής, -ές
• Alolema(s): tb. δρυπέτης l. a Ar.Lys.564 en Sch.ad loc.
que está maduro y todavía no ha caído del árbol de aceitunas, Sch.l.c., pero
δρυπετεῖς· ἀπὸ δένδρου πεπτωκυίας ὠμάςHsch., cf. tb. δρυοπετής y δρυπεπής.
δρυπετεῖς· ἀπὸ δένδρου πεπτωκυίας ὠμάςHsch., cf. tb. δρυοπετής y δρυπεπής.