< δρυνός
δρυοβαφής >
δρυοβάλανος
,
-ου, ὁ
bellota
Str.15.3.18
•
en sent. colect.
τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται
Str.3.3.7.