< δρόσαλλις
Δροσερά >
δροσάτον
,
-ου, τό
dud., quizá una especie de
torta
, o bien un
refresco
σκεύαζε ὡς δ. ἔχον ῥίζας μαράθρου σελίνου
Archig.10.15B.