< δροσοπάχνη
δρόσος >
δροσοποιός
,
-όν
que produce rocío
fig. ref. al milagro del horno de Daniel
τοῦ δροσοποιοῦ λόγου ... ἐξελάσαντος τὸ πῦρ
Ath.Al.M.28.509B.