δροσοειδής, -ές
I
(πόμα) δροσοειδὲς καταρρέον(bebida) que fluye (por la garganta) como en gotas Gal.5.715.
2 portador de lluvia
νεφέλη δ. ... τὸ πῦρ ἀποσβέσασαH.Mon.19.8.
II adv. -ῶς en forma de rocío, e.d. formando gotas
εἰς πᾶν μόριον ἑλκόμενον τοῦ σπέρματος δ.Gal.2.85, cf. Steph.in Hp.Aph.2.208.19, Paul.Aeg.4.17.2, Sch.Gal.2.24 en ZPE 27.1977.16,
τὴν δ. ἐνεσπαρμένην νοτίδα τοῖς ἄνθεσινBasil.Hex.8.4.