δροσοβολέω


producir rocío ὁ ἀὴρ ... δροσοβολεῖ ... ταῖς πανσελήνοις μάλιστα διατηκόμενος Plu.2.659b
rezumar humedad κάμινον ... πυρίφλεκτον ... δροσοβολοῦσαν ref. la historia bíblica de los compañeros de Daniel, anón. biz. en Sud.s.u. πυράφλεκτος.