< Δρομεύς
δρομή >
δρομέω
1
correr
δρομέων θεοῦ εἰς κλυτὸν ἄλσος
IG
4
2
.618 (IV a.C.),
δρό[μωμεν
dud. en Alc.6.8.
2
medic., de empiemas
acumularse
,
formarse
ὡς μὴ πάλιν δρομοίη
Aët.8.73, cf. tb. δρομάω.