δρομάω
• Grafía: graf. δρωμ- Hsch.
• Morfología: [impf. iter. δρομάασκε Hes.Fr.62.2]
1 de pers. correr
ἐπὶ πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσινHes.l.c., cf. Hsch.
2 de naves navegar velozmente
ἡ ... ναῦς ῥοθίως δρομήσασαVett.Val.332.7, cf. tb. δρομέω.