< δριμός
δριμυλέων >
δριμυγμός
,
-οῦ, ὁ
acritud
,
amargura
Nil.M.79.169A,
αἱ μυῖαι φεύγουσι τῷ δριμυγμῷ τοῦ θύμου
Tz.
H
.11.367.