< Δρεπάνη
δρεπᾰνηφόρος >
δρεπᾰνηΐς
,
-ΐδος
1
la de la hoz
o
la de forma de hoz
Ζάγκλη
Nic.
Fr
.21.
2
geog. Δ.
Drepaneide
ét. fem. de Δρεπάνη St.Byz.s.u.
Δρεπάνη
.