< δρεπᾰνηφόρος
δρεπανίς >
δρεπάνιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
δραπάνιν
PMich
.721.60 (III/IV d.C.)
podadera pequeña
,
hocino
Seleuc.
Fr.Hist
.4,
PMich
.l.c.