< Δραγμός
δραθάνω >
δραϜεός
,
-οῦ, ἁ
dud., quizá
caldero
τάσδε γ' Ἀθαναίαι δραϜες ... ἔθκε
CEG
344 (Fócide VI a.C.), cf. quizá δραιός.