δραστήριος, -ον
• Alolema(s): jón. δρηστήριος Nonn.Par.Eu.Io.13.7
• Morfología: [fem. -α D.C.Epit.Xiph.78.15, Procl.in Prm.908, 918]
I
μηχανήA.Th.1041,
φάρμακονE.Io 1185, de pers.
ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ.E.Hel.992, cf. Fr.688,
ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάνταTh.4.81
•fil. activo, eficiente
δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαίprincipios eficientes de todas las cosas Emp. en S.E.M.7.115,
τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριονAristid.Quint.67.6,
φύσιςPlot.4.7.4,
δύναμιςProcl.in Prm.908, 918.
2 en sent. neg. expeditivo, peligroso
δόλια καὶ δραστήριαE.Io 985,
τὰ δεινὰ καὶ δραστήριαE.Or.1554,
γυνὴ ... δραστηρία καὶ συνετήde Cleopatra, D.C.l.c.
3 gram., de la voz verbal activo
δραστήρια ῥήματα op. παθητικάD.H.Th.24.5, An.Ox.3.272.15.
4 que produce, productor abs. Didym.Gen.165.11.
II subst.
1 τὸ δ. actividad
τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένονTh.2.63,
πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳLyr.Adesp. en PAnt.115a.20, cf. M.Ant.6.48
•τὸ δ. efectividad del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4.
2 ὁ δ. activista, agitador
πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρονD.C.23.3.
III adv. -ίως activamente, con eficacia
ὅταν ... δ. ἐνεργῇde la alegría, Ph.1.104,
δ. καὶ δημιουργικῶςSyrian.in Metaph.82.31, cf. Iul.Ep.10.403d, Hierocl.in CA 26.9.