δραστέος, -α, -ον
que debe ser hecho
ὁποῖα δραστέ' ἐστίν·S.Tr.1204,
αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργονS.El.1019,
τοῦτο γε δραστέονPl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.
ὁποῖα δραστέ' ἐστίν·S.Tr.1204,
αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργονS.El.1019,
τοῦτο γε δραστέονPl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.