δραστικός, -ή, -όν
I
σχήματαde la danza pírrica, Pl.Lg.815a.
2 capaz, eficaz
συνετὸς ὤν ἅμα καὶ δ. στρατηγόςD.S.11.81, cf. 88, Plu.Cor.21,
glos. a ὀτρηρόςSch.Il.1.321 en POxy.3237.1.2.29,
μέθοδοςZos.Alch.Comm.Gen.10.122, c. gen. obj.
ἀδικίαςMax.Tyr.12.2
•fil., ref. abstr. eficiente
δραστικὸν αἴτιον ὀργῆςPhld.Ir.50.6,
ἐνέργειαν δὲ τὴν δραστικὴν ὀνομάζω κίνησινGal.2.7,
δραστικωτάτη γὰρ αὕτη (ἡ θερμότης) τῶν ποιοτήτωνGal.1.252, cf. Ph.2.142, Aristid.Quint.121.25
•neutr. subst. τὸ δραστικόν cualidad de activo
ἀνδρόςD.S.4.6
•capacidad, poder
τὸ δ. δείκνυε μὴ τῷ δρᾷν κακῶςGr.Naz.M.37.944A,
αὐτὴν (τὴν καρδίαν) ἐνεργὸν εἶναι τῷ δραστικῷ τῆς δυνάμεωςGr.Nyss.M.44.248B, cf. Sch.Er.Il.11.72d.
II medic. drástico, efectivo, enérgico
δραστικώτατοι καὶ ἰητρικώτατοι φάρμακοιHp.Ep.16,
δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμινDsc.1.19.4, cf. Alex.Trall.2.103.19, Gp.13.14.5
•que produce, que causa c. gen. obj.
φλέγματοςDiph.Siph. en Ath.355d,
παχυμεροῦς ὕληςXenocr.6.
III gram. de la acción, activo
δραστικὴ διάβασιςtransición de la acción A.D.Pron.115.6
•que expresa sentido activo, activo
ἔννοιαAristarch. en Sch.Er.Il.11.270b,
δραστικὴ διάθεσιςdiátesis activa Sch.D.T.401.2,
δραστικὸν ῥῆμαverbo activo Sch.D.T.548.35.
IV adv. -ῶς de forma eficaz
ἠκηκόει ... ὡς εἰ μή τις αὐτίκα βοηθήσειε δ., οὐδὲν ἀνύσειGal.10.369.