< δραστηριότης
1 δράστης >
δραστηριώδης
,
-ες
eficaz
,
activo
de plantas usadas como medicamento
ἔξωθεν μέντοι κατὰ τοῦ σώματος ἐπιτιθέμενα δραστηριωδέστερα
Gal.12.123.