δρασμός, -οῦ, ὁ
• Alolema(s): jón. δρησμός Hdt.5.124
fuga, escapada
δρησμῷ ἐπιχειρέεινHdt.6.70,
δρασμῷ κρυφαίῳA.Pers.360,
ναΐοισιν δρασμοῖςE.IT 891, cf. 1300,
βαρβάροισι δρασμοῖςE.Or.1374,
ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδαE.HF 1010,
δρασμῷ χρήσῃAeschin.3.21,
δρασμοῦ δικάσεταί μοιLuc.Bis Acc.24,
ἐζήτει δρασμοῦ διάδυσινI.BI 3.343, cf. Aristid.Or.3.254, D.S.17.106;
δρησμὸν βουλεύεινpreparar la fuga Hdt.l.c., cf. Luc.Herc.3, Hld.1.31.1, Ach.Tat.2.26.2,
περὶ δρασμὸν γίγνομαιPlb.5.26.14, cf. 15.27.4,
περὶ δρασμὸν ἔχεινPlu.Arat.27
•de esclavos y situaciones jur. de sometimiento PDura 20.12 (II d.C.), POsl.40.22 (II d.C.), BGU 316.29 (IV d.C.), Vett.Val.172.3,
βεβαιώσω τὴν πρᾶσιν πάσῃ βεβαιώσει ... πλὴν δρασμοῦPMich.Teb.278.6, cf. 264.14 (ambos I d.C.), BGU 987.23 (I d.C.)
•ἐν δρασμῷ εἶναι estar huido, en fuga de esclavos
δούλην Ἑλένην οὖσαν ἐν δρασμῷPBerl.Leihg.15.21 (II d.C.), cf. POxy.2838.5 (I d.C.), PThmouis 1.145.19 (II d.C.).